- προπαγής
- -ές, Ααυτός που είναι στερεωμένος μπροστά, που προεξέχει («ὀφθαλμοὶ προπαγεῑς πολὺ τοῡ κέρατος», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -παγής (< πήγνυμι «στερεώνω, μπήγω»), πρβλ. συμ-παγής, εφόσον δεν πρόκειται, όπως μερικοί υποστηρίζουν, για εσφ. ανάγνωση αντί προπαλεῖς ή προπετεῖς].
Dictionary of Greek. 2013.